- ερισία
- ἐρισία, ἡ (Μ)1. έριδα, φιλονεικία2. συνεκδ. μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρις κατά τα σε -ια (πρβλ. επίληψις > επιληψία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρισίας — ἐρισίᾱς , ἐρισία fem acc pl ἐρισίᾱς , ἐρισία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)